- οπισθοτονικός
- ὀπισθοτονικός, -ή, -όν (Α) [οπισθότονος]αυτός που πάσχει από οπισθοτονία.επίρρ...ὀπισθοτονικῶς (Α)με τα συμπτώματα τής οπισθοτονίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπισθοτονικός — subject to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικῶν — ὀπισθοτονικός subject to fem gen pl ὀπισθοτονικός subject to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικοῖς — ὀπισθοτονικός subject to masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικοί — ὀπισθοτονικός subject to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικοῦ — ὀπισθοτονικός subject to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικούς — ὀπισθοτονικός subject to masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικῶς — ὀπισθοτονικός subject to adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικῷ — ὀπισθοτονικός subject to masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)